Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προταμιεῖον
προταρβέω
προταρῑχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτείνω
προτείχισμα
προτέλεια
προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτένθαι
προτενθεύω
προτεραίᾱ
προτεραίτερος
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
πρότερος
View word page
προ-τεμένισμα
προ-τεμένισμαατοςnτεμενίζω entrance to a sacred precinctTh.

ShortDef

the precincts

Debugging

Headword:
προτεμένισμα
Headword (normalized):
προτεμένισμα
Headword (normalized/stripped):
προτεμενισμα
IDX:
35180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35181
Key:
προτεμένισμα

Data

{'headword_display': '<b>προ-τεμένισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-τεμένισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>τεμενίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>entrance to a sacred precinct</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προτεμένισμα'}