Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρότακτοι
προταμιεῖον
προταρβέω
προταρῑχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτείνω
προτείχισμα
προτέλεια
προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτένθαι
προτενθεύω
προτεραίᾱ
προτεραίτερος
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
View word page
προτελίζω
προτελίζωvbπροτέλεια consecratew.acc.a girlbefore marriagew.dat.to ArtemisE.

ShortDef

to present as an offering preliminary to marriage

Debugging

Headword:
προτελίζω
Headword (normalized):
προτελίζω
Headword (normalized/stripped):
προτελιζω
IDX:
35179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35180
Key:
προτελίζω

Data

{'headword_display': '<b>προτελίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προτελίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>προτέλεια</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>consecrate<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a girl</Prnth>before marriage</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to Artemis<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προτελίζω'}