Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁλιόω
ἀλιπαρής
ἁλίπλαγκτος
ἁλίπληκτος
ἁλιπλήξ
ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἁλίρροθος
ἁλίρρυτος
ἅλις
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἄλιστος
ἀλιταίνω
ἁλιτενής
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
View word page
ἀλίσγημα
ἀλίσγημαατοςn pollutionw.gen.fr. idolsNT.

ShortDef

a pollution

Debugging

Headword:
ἀλίσγημα
Headword (normalized):
ἀλίσγημα
Headword (normalized/stripped):
αλισγημα
IDX:
3517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3518
Key:
ἀλίσγημα

Data

{'headword_display': '<b>ἀλίσγημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀλίσγημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>pollution<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>fr. idols</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀλίσγημα'}