Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προταινί
πρότακτοι
προταμιεῖον
προταρβέω
προταρῑχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτείνω
προτείχισμα
προτέλεια
προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτένθαι
προτενθεύω
προτεραίᾱ
προτεραίτερος
προτερέω
προτερηγενής
View word page
προ-τελέω
προ-τελέωcontr.vb payspendw.acc.a sum of moneyin advanceTh. X.

ShortDef

to pay as toll

Debugging

Headword:
προτελέω
Headword (normalized):
προτελέω
Headword (normalized/stripped):
προτελεω
IDX:
35178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35179
Key:
προτελέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-τελέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-τελέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>pay<or/>spend<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a sum of money</Prnth>in advance</Tr><Au>Th. X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προτελέω'}