Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσωφέλησις
πρόταγμα
προταινί
πρότακτοι
προταμιεῖον
προταρβέω
προταρῑχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτείνω
προτείχισμα
προτέλεια
προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτένθαι
προτενθεύω
προτεραίᾱ
προτεραίτερος
View word page
προ-τείχισμα
προ-τείχισμαατοςn sg. and pl.advanced fortification, outworkTh. Plb.

ShortDef

advanced fortification, outwork

Debugging

Headword:
προτείχισμα
Headword (normalized):
προτείχισμα
Headword (normalized/stripped):
προτειχισμα
IDX:
35176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35177
Key:
προτείχισμα

Data

{'headword_display': '<b>προ-τείχισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-τείχισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Tr>advanced fortification, outwork</Tr><Au>Th. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προτείχισμα'}