Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσῳδίᾱ
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωνέομαι
προσωνυμίᾱ
προσωπεῖον
προσωπολήμπτης
πρόσωπον
προσωτέρω
προσωφελέω
προσωφέλημα
προσωφέλησις
πρόταγμα
προταινί
πρότακτοι
προταμιεῖον
προταρβέω
προταρῑχεύω
πρότασις
προτάσσω
προτείνω
View word page
προσωφέλημα
προσωφέλημαατοςn concr.helpin the form of moneyE.

ShortDef

help

Debugging

Headword:
προσωφέλημα
Headword (normalized):
προσωφέλημα
Headword (normalized/stripped):
προσωφελημα
IDX:
35165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35166
Key:
προσωφέλημα

Data

{'headword_display': '<b>προσωφέλημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσωφέλημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>concr.</Indic><Tr>help<Expl>in the form of money</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προσωφέλημα'}