Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσχορδος
προσχόω
προσχράομαι
προσχρῄζω
πρόσχωμα
προσχώννῡμι
προσχωρέω
πρόσχωρος
πρόσχωσις
προσψαύω
προσψηφίζομαι
πρόσω
προσῳδίᾱ
προσῳδός
πρόσωθεν
προσωνέομαι
προσωνυμίᾱ
προσωπεῖον
προσωπολήμπτης
πρόσωπον
προσωτέρω
View word page
προσ-ψηφίζομαι
προσ-ψηφίζομαιmid.vb votedecree in addition w.acc. + inf.that sthg. shd. happenLys. Plu.

ShortDef

to vote besides, grant by a majority of votes

Debugging

Headword:
προσψηφίζομαι
Headword (normalized):
προσψηφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσψηφιζομαι
IDX:
35153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35154
Key:
προσψηφίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ψηφίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ψηφίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>vote<or/>decree in addition</Tr> <Cmpl><GLbl>w.acc. + inf.</GLbl>that sthg. shd. happen<Au>Lys. Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσψηφίζομαι'}