Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἅλιος
ᾱ̔́λιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἀλιπαρής
ἁλίπλαγκτος
ἁλίπληκτος
ἁλιπλήξ
ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἁλίρροθος
ἁλίρρυτος
ἅλις
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἄλιστος
ἀλιταίνω
ἁλιτενής
ἀλιτήμερος
View word page
ἁλί-ρροθος
ἁλί-ρροθοςονadjῥόθος of straits, beacheswhere the sea surgesTrag. Mosch.

ShortDef

of the raging sea

Debugging

Headword:
ἁλίρροθος
Headword (normalized):
ἁλίρροθος
Headword (normalized/stripped):
αλιρροθος
IDX:
3514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3515
Key:
ἁλίρροθος

Data

{'headword_display': '<b>ἁλί-ρροθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁλί-ρροθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥόθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of straits, beaches</Indic><Tr>where the sea surges</Tr><Au>Trag. Mosch.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἁλίρροθος'}