Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσχαίρω
προσχαρίζομαι
προσχάσκω
πρόσχημα
πρόσχισμα
προσχλευάζω
πρόσχορδος
προσχόω
προσχράομαι
προσχρῄζω
πρόσχωμα
προσχώννῡμι
προσχωρέω
πρόσχωρος
πρόσχωσις
προσψαύω
προσψηφίζομαι
πρόσω
προσῳδίᾱ
προσῳδός
πρόσωθεν
View word page
πρόσχωμα
πρόσχωμαατοςnπροσχόω alluvial depositsiltof the NileA.

ShortDef

a deposit made by water

Debugging

Headword:
πρόσχωμα
Headword (normalized):
πρόσχωμα
Headword (normalized/stripped):
προσχωμα
IDX:
35147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35148
Key:
πρόσχωμα

Data

{'headword_display': '<b>πρόσχωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόσχωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>προσχόω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>alluvial deposit</Def><Tr>silt<Expl>of the Nile</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόσχωμα'}