Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσφάζω
προσφάσθαι
πρόσφατος
προσφερής
προσφέρω
προσφεύγω
πρόσφημι
προσφθέγγομαι
προσφθεγκτός
πρόσφθεγμα
προσφθείρομαι
πρόσφθογγος
προσφθονέω
προσφίλεια
προσφιλής
προσφιλονικέω
προσφοιτάω
προσφορᾱ́
προσφορέω
προσφορήματα
πρόσφορος
View word page
προσ-φθείρομαι
προσ-φθείρομαιpass.vbaor.2 ptcpl.
προσφθαρείς
of a person, as imprecationcome into damned contactw.dat.w. someoneAr.

ShortDef

meet to one's own

Debugging

Headword:
προσφθείρομαι
Headword (normalized):
προσφθείρομαι
Headword (normalized/stripped):
προσφθειρομαι
IDX:
35119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35120
Key:
προσφθείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-φθείρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-φθείρομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2 ptcpl.</Lbl><Form>προσφθαρείς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a person, as imprecation</Indic><Tr>come into damned contact</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσφθείρομαι'}