Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόστροπος
προστυγχάνω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγχέω
προσυμμίσγω
προσυνοικέω
προσυπακούω
προσυπάρχω
προσυπισχνέομαι
προσυποδείκνῡμι
προσυπομιμνήσκω
προσυφαίνω
προσφάγιον
πρόσφαγμα
προσφάζω
προσφάσθαι
πρόσφατος
προσφερής
View word page
προσ-υπάρχω
προσ-υπάρχωvb impers.there is also an opportunityw.dat. + inf.for someone to do sthg.D.

ShortDef

to exist besides

Debugging

Headword:
προσυπάρχω
Headword (normalized):
προσυπάρχω
Headword (normalized/stripped):
προσυπαρχω
IDX:
35102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35103
Key:
προσυπάρχω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-υπάρχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-υπάρχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>impers.</GLbl><Def>there is also an opportunity</Def><Cmpl><GLbl>w.dat. + inf.</GLbl>for someone to do sthg.<Au>D.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προσυπάρχω'}