Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστυγχάνω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγχέω
προσυμμίσγω
προσυνοικέω
προσυπακούω
προσυπάρχω
προσυπισχνέομαι
προσυποδείκνῡμι
προσυπομιμνήσκω
προσυφαίνω
προσφάγιον
πρόσφαγμα
προσφάζω
προσφάσθαι
View word page
προ-συνοικέω
προ-συνοικέωcontr.vb previously cohabitw. someoneof a womanbe previously marriedw.dat.to someoneHdt. Plu.

ShortDef

to cohabit with before

Debugging

Headword:
προσυνοικέω
Headword (normalized):
προσυνοικέω
Headword (normalized/stripped):
προσυνοικεω
IDX:
35100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35101
Key:
προσυνοικέω

Data

{'headword_display': '<b>προ-συνοικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-συνοικέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>previously cohabit<Expl>w. someone</Expl></Def><vS2><Indic>of a woman</Indic><Tr>be previously married</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>Hdt. Plu.</Au></Cmpl> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προσυνοικέω'}