Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλινδήθρᾱ
ἅλινος
ἇλιξ
ᾱ̔λιόκαυστος
ἅλιος
ἅλιος
ᾱ̔́λιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἀλιπαρής
ἁλίπλαγκτος
ἁλίπληκτος
ἁλιπλήξ
ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἁλίρροθος
ἁλίρρυτος
ἅλις
ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἁλιστέφανος
View word page
ἁλί-πλαγκτος
ἁλί-πλαγκτοςονadjἅλςπλαγκτός of a godroaming over the seaS.masc.pl.sb.seafarersAR.

ShortDef

roaming the sea

Debugging

Headword:
ἁλίπλαγκτος
Headword (normalized):
ἁλίπλαγκτος
Headword (normalized/stripped):
αλιπλαγκτος
IDX:
3509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3510
Key:
ἁλίπλαγκτος

Data

{'headword_display': '<b>ἁλί-πλαγκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁλί-πλαγκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἅλς</Ref><Ref>πλαγκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a god</Indic><Tr>roaming over the sea</Tr><Au>S.</Au><SGrm><GLbl>masc.pl.sb.</GLbl><Def>seafarers</Def><Au>AR.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ἁλίπλαγκτος'}