Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προστῑ́μημα
πρόστῑμον
προστόμια
προστρέπω
προστρέφομαι
προστρέχω
προστρῑ́βω
πρόστρῑμμα
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
προστυγχάνω
προστυχής
προστῷον
προσυβρίζω
προσυγγίγνομαι
προσυγχέω
προσυμμίσγω
προσυνοικέω
προσυπακούω
προσυπάρχω
View word page
πρόστροπος
πρόστροποςουm suppliantsts. w.gen.of someoneS.

ShortDef

a suppliant

Debugging

Headword:
πρόστροπος
Headword (normalized):
πρόστροπος
Headword (normalized/stripped):
προστροπος
IDX:
35092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35093
Key:
πρόστροπος

Data

{'headword_display': '<b>πρόστροπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόστροπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>suppliant<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>of someone</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόστροπος'}