Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστετᾱκώς
προστεχνάομαι
προστηθίδια
προστήκομαι
προστίθημι
προστῑλάω
προστῑμάω
προστῑ́μημα
πρόστῑμον
προστόμια
προστρέπω
προστρέφομαι
προστρέχω
προστρῑ́βω
πρόστρῑμμα
προστρόπαιος
προστροπή
πρόστροπος
View word page
προστῑ́μημα
προστῑ́μημαατοςn leg.additional penaltyD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προστῑ́μημα
Headword (normalized):
προστῑ́μημα
Headword (normalized/stripped):
προστιμημα
IDX:
35082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35083
Key:
προστῑ́μημα

Data

{'headword_display': '<b>προστῑ́μημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προστῑ́μημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>leg.</Indic><Tr>additional penalty</Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προστῑ́μημα'}