Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προστέγιον
προστειχίζομαι
προστείχω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστετᾱκώς
προστεχνάομαι
προστηθίδια
προστήκομαι
προστίθημι
προστῑλάω
προστῑμάω
προστῑ́μημα
πρόστῑμον
προστόμια
προστρέπω
προστρέφομαι
View word page
προσ-τεχνάομαι
προσ-τεχνάομαιmid.contr.vb devisew.acc.sthg.in additionPlu.

ShortDef

to devise besides

Debugging

Headword:
προστεχνάομαι
Headword (normalized):
προστεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
προστεχναομαι
IDX:
35076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35077
Key:
προστεχνάομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-τεχνάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-τεχνάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>devise<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>sthg.</Prnth>in addition</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προστεχνάομαι'}