Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
προσταυρόω
προστέγιον
προστειχίζομαι
προστείχω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστετᾱκώς
προστεχνάομαι
προστηθίδια
προστήκομαι
προστίθημι
προστῑλάω
προστῑμάω
προστῑ́μημα
πρόστῑμον
προστόμια
προστρέπω
View word page
προστετᾱκώς
προστετᾱκώς
dial.pf.ptcpl.
see
προστήκομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προστετᾱκώς
Headword (normalized):
προστετᾱκώς
Headword (normalized/stripped):
προστετακως
IDX:
35075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35076
Key:
προστετᾱκώς
Data
{'headword_display': '<b>προστετᾱκώς</b>', 'content': '<XE><RefFm>προστετᾱκώς<LblR>dial.pf.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προστήκομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προστετᾱκώς'}