Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προστατικός
προστάττω
προσταυρόω
προστέγιον
προστειχίζομαι
προστείχω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστετᾱκώς
προστεχνάομαι
προστηθίδια
προστήκομαι
προστίθημι
προστῑλάω
προστῑμάω
προστῑ́μημα
πρόστῑμον
View word page
προ-στερνίδιον
προ-στερνίδιονουndimin.στέρνον breast-pieceas protective armour for a horseX.

ShortDef

a covering for the breast, of horses

Debugging

Headword:
προστερνίδιον
Headword (normalized):
προστερνίδιον
Headword (normalized/stripped):
προστερνιδιον
IDX:
35073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35074
Key:
προστερνίδιον

Data

{'headword_display': '<b>προ-στερνίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προ-στερνίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>στέρνον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>breast-piece<Expl>as protective armour for a horse</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προστερνίδιον'}