Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προστάτης
προστατικός
προστάττω
προσταυρόω
προστέγιον
προστειχίζομαι
προστείχω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστετᾱκώς
προστεχνάομαι
προστηθίδια
προστήκομαι
προστίθημι
προστῑλάω
προστῑμάω
προστῑ́μημα
View word page
προ-στένω
προ-στένωvb lament prematurelyA.

ShortDef

to sigh

Debugging

Headword:
προστένω
Headword (normalized):
προστένω
Headword (normalized/stripped):
προστενω
IDX:
35072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35073
Key:
προστένω

Data

{'headword_display': '<b>προ-στένω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-στένω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>lament prematurely</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προστένω'}