Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάττω
προσταυρόω
προστέγιον
προστειχίζομαι
προστείχω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστετᾱκώς
προστεχνάομαι
προστηθίδια
προστήκομαι
προστίθημι
προστῑλάω
View word page
προσ-τελέω
προσ-τελέωcontr.vb also makea paymentX.

ShortDef

to pay

Debugging

Headword:
προστελέω
Headword (normalized):
προστελέω
Headword (normalized/stripped):
προστελεω
IDX:
35070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35071
Key:
προστελέω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-τελέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-τελέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also make</Tr><Obj>a payment<Au>X.</Au> </Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προστελέω'}