Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάττω
προσταυρόω
προστέγιον
προστειχίζομαι
προστείχω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστετᾱκώς
προστεχνάομαι
προστηθίδια
προστήκομαι
προστίθημι
View word page
προσ-τεκταίνομαι
προσ-τεκταίνομαιmid.vb contrive in additionthe remainder of a schemePlu.

ShortDef

to add of oneself

Debugging

Headword:
προστεκταίνομαι
Headword (normalized):
προστεκταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προστεκταινομαι
IDX:
35069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35070
Key:
προστεκταίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-τεκταίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-τεκταίνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>contrive in addition</Tr><Obj>the remainder of a scheme<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προστεκταίνομαι'}