Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁλιμῡρήεις
ἁλιναιέτᾱς
ἀλινδέομαι
ἀλινδήθρᾱ
ἅλινος
ἇλιξ
ᾱ̔λιόκαυστος
ἅλιος
ἅλιος
ᾱ̔́λιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἀλιπαρής
ἁλίπλαγκτος
ἁλίπληκτος
ἁλιπλήξ
ἁλίπλοος
ἁλιπόρφυρος
ἁλίρροθος
ἁλίρρυτος
ἅλις
View word page
ἁλιο-τρεφής
ἁλιο-τρεφήςέςadjἅλιος1τρέφω of sealssea-bredOd.

ShortDef

sea-bred

Debugging

Headword:
ἁλιοτρεφής
Headword (normalized):
ἁλιοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
αλιοτρεφης
IDX:
3506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3507
Key:
ἁλιοτρεφής

Data

{'headword_display': '<b>ἁλιο-τρεφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁλιο-τρεφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἅλιος<Hm>1</Hm></Ref><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of seals</Indic><Tr>sea-bred</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἁλιοτρεφής'}