Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προστατείᾱ
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάττω
προσταυρόω
προστέγιον
προστειχίζομαι
προστείχω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστετᾱκώς
προστεχνάομαι
προστηθίδια
προστήκομαι
View word page
προστείχω
προστείχωvbseeπροσστείχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προστείχω
Headword (normalized):
προστείχω
Headword (normalized/stripped):
προστειχω
IDX:
35068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35069
Key:
προστείχω

Data

{'headword_display': '<b>προστείχω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>προστείχω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>προσστείχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προστείχω'}