Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προστασίᾱ
πρόστασις
προστάσσω
προστατείᾱ
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάττω
προσταυρόω
προστέγιον
προστειχίζομαι
προστείχω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
προστετᾱκώς
View word page
προ-σταυρόω
προ-σταυρόωcontr.vb fence offw.acc.the sea, i.e. the shorewith stakesTh.

ShortDef

to draw a stockade in front of

Debugging

Headword:
προσταυρόω
Headword (normalized):
προσταυρόω
Headword (normalized/stripped):
προσταυροω
IDX:
35065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35066
Key:
προσταυρόω

Data

{'headword_display': '<b>προ-σταυρόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-σταυρόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fence off<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>the sea, i.e. the shore</Prnth>with stakes</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσταυρόω'}