Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσταξις
προστασίᾱ
πρόστασις
προστάσσω
προστατείᾱ
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
προστατικός
προστάττω
προσταυρόω
προστέγιον
προστειχίζομαι
προστείχω
προστεκταίνομαι
προστελέω
προστέλλω
προστένω
προστερνίδιον
πρόστερνος
View word page
προστάττω
προστάττωAtt.vbseeπροστάσσω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προστάττω
Headword (normalized):
προστάττω
Headword (normalized/stripped):
προσταττω
IDX:
35064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35065
Key:
προστάττω

Data

{'headword_display': '<b>προστάττω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>προστάττω</HL><PS>Att.vb</PS></HG><XR>see<Ref>προστάσσω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προστάττω'}