Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυλλαμβάνω
προσσυνοικέω
προσσῡρίζω
προσσφάζω
πρόσσω
πρόσταγμα
προστακείς
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασίᾱ
πρόστασις
προστάσσω
προστατείᾱ
προστατεύω
προστατέω
προστατήριος
προστάτης
View word page
προστακτικός
προστακτικόςή όνadjπροστάσσω of a person's brevity of speechimperiousPlu.

ShortDef

of or for commanding, imperative, imperious

Debugging

Headword:
προστακτικός
Headword (normalized):
προστακτικός
Headword (normalized/stripped):
προστακτικος
IDX:
35052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35053
Key:
προστακτικός

Data

{'headword_display': '<b>προστακτικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>προστακτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προστάσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's brevity of speech</Indic><Tr>imperious</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'προστακτικός'}