Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσσπαίρω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυλλαμβάνω
προσσυνοικέω
προσσῡρίζω
προσσφάζω
πρόσσω
πρόσταγμα
προστακείς
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασίᾱ
πρόστασις
προστάσσω
προστατείᾱ
προστατεύω
προστατέω
View word page
πρόσταγμα
πρόσταγμαατοςnπροστάσσω order, command, instructionAtt.orats. Pl.

ShortDef

an ordinance, command

Debugging

Headword:
πρόσταγμα
Headword (normalized):
πρόσταγμα
Headword (normalized/stripped):
προσταγμα
IDX:
35050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35051
Key:
πρόσταγμα

Data

{'headword_display': '<b>πρόσταγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόσταγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>προστάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>order, command, instruction</Tr><Au>Att.orats. Pl.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόσταγμα'}