Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσσοθεν
προσσπαίρω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυλλαμβάνω
προσσυνοικέω
προσσῡρίζω
προσσφάζω
πρόσσω
πρόσταγμα
προστακείς
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασίᾱ
πρόστασις
προστάσσω
προστατείᾱ
προστατεύω
View word page
πρόσσω
πρόσσωep.advseeπρόσω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόσσω
Headword (normalized):
πρόσσω
Headword (normalized/stripped):
προσσω
IDX:
35049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35050
Key:
πρόσσω

Data

{'headword_display': '<b>πρόσσω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>πρόσσω</HL><PS>ep.adv</PS></HG><XR>see<Ref>πρόσω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πρόσσω'}