Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσσέβω
προσσημαίνω
πρόσσοθεν
προσσπαίρω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυλλαμβάνω
προσσυνοικέω
προσσῡρίζω
προσσφάζω
πρόσσω
πρόσταγμα
προστακείς
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασίᾱ
πρόστασις
προστάσσω
View word page
προσ-σῡρίζω
προσ-σῡρίζωvb whistleto someonePlb.w.acc.a signalPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσσῡρίζω
Headword (normalized):
προσσῡρίζω
Headword (normalized/stripped):
προσσυριζω
IDX:
35047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35048
Key:
προσσῡρίζω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-σῡρίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-σῡρίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>whistle<Expl>to someone</Expl></Tr><Au>Plb.</Au><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>a signal<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσσῡρίζω'}