Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσρῑ́πτω
προσσαίνω
προσσέβω
προσσημαίνω
πρόσσοθεν
προσσπαίρω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυλλαμβάνω
προσσυνοικέω
προσσῡρίζω
προσσφάζω
πρόσσω
πρόσταγμα
προστακείς
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
προστασίᾱ
View word page
προσ-συλλαμβάνω
προσ-συλλαμβάνω-ξυλλαμβάνωvb mid.of shipsmake an additional contributionw.gen.to an enterpriseTh.

ShortDef

join

Debugging

Headword:
προσσυλλαμβάνω
Headword (normalized):
προσσυλλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
προσσυλλαμβανω
IDX:
35045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35046
Key:
προσσυλλαμβάνω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-συλλαμβάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-συλλαμβάνω<VL><FmHL>-ξυλλαμβάνω</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>of ships</Indic><Tr>make an additional contribution</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>to an enterprise<Au>Th.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προσσυλλαμβάνω'}