Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσρητέος
προσρῑ́πτω
προσσαίνω
προσσέβω
προσσημαίνω
πρόσσοθεν
προσσπαίρω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυλλαμβάνω
προσσυνοικέω
προσσῡρίζω
προσσφάζω
πρόσσω
πρόσταγμα
προστακείς
προστακτικός
προσταλαιπωρέω
πρόσταξις
View word page
προσ-στρατοπεδεύω
προσ-στρατοπεδεύωvb encamp nearw.dat.prep.phr.a place, the enemyPlb.

ShortDef

to encamp near

Debugging

Headword:
προσστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
προσστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
προσστρατοπεδευω
IDX:
35044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35045
Key:
προσστρατοπεδεύω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-στρατοπεδεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-στρατοπεδεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>encamp near</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.<or/>prep.phr.</GLbl>a place, the enemy<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσστρατοπεδεύω'}