Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσρημα
πρόσρησις
προσρητέος
προσρῑ́πτω
προσσαίνω
προσσέβω
προσσημαίνω
πρόσσοθεν
προσσπαίρω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυλλαμβάνω
προσσυνοικέω
προσσῡρίζω
προσσφάζω
πρόσσω
πρόσταγμα
προστακείς
προστακτικός
View word page
προσ-στείχω
προσ-στείχωvbep.aor.2
προσέστιχον
of a goddessgo toOlymposOd.of personsapproachS.v.l. προστείχω

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
προσστείχω
Headword (normalized):
προσστείχω
Headword (normalized/stripped):
προσστειχω
IDX:
35042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35043
Key:
προσστείχω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-στείχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-στείχω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.aor.2</Lbl><Form>προσέστιχον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a goddess</Indic><Tr>go to</Tr><Obj>Olympos<Au>Od.</Au></Obj><vS2><Indic>of persons</Indic><Tr>approach</Tr><Au>S.<LblR>v.l. <Gr>προστείχω</Gr></LblR></Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προσστείχω'}