Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσρηθήσομαι
πρόσρημα
πρόσρησις
προσρητέος
προσρῑ́πτω
προσσαίνω
προσσέβω
προσσημαίνω
πρόσσοθεν
προσσπαίρω
προσσταυρόω
προσστείχω
προσστέλλω
προσστρατοπεδεύω
προσσυλλαμβάνω
προσσυνοικέω
προσσῡρίζω
προσσφάζω
πρόσσω
πρόσταγμα
προστακείς
View word page
προσ-σταυρόω
προσ-σταυρόωcontr.vb surroundw.acc.beached shipswith a stockadeTh.

ShortDef

to draw a stockade along

Debugging

Headword:
προσσταυρόω
Headword (normalized):
προσσταυρόω
Headword (normalized/stripped):
προσσταυροω
IDX:
35041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35042
Key:
προσσταυρόω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-σταυρόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-σταυρόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>surround<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>beached ships</Prnth>with a stockade</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσσταυρόω'}