Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁλίκτυπος
ἁλιμέδων
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἁλιμῡρήεις
ἁλιναιέτᾱς
ἀλινδέομαι
ἀλινδήθρᾱ
ἅλινος
ἇλιξ
ᾱ̔λιόκαυστος
ἅλιος
ἅλιος
ᾱ̔́λιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἀλιπαρής
ἁλίπλαγκτος
ἁλίπληκτος
ἁλιπλήξ
ἁλίπλοος
View word page
ᾱ̔λιό-καυστος
ᾱ̔λιό-καυστοςονdial.adjἥλιοςκαυτός of a girlsunburnti.e. dark-skinnedTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ᾱ̔λιόκαυστος
Headword (normalized):
ᾱ̔λιόκαυστος
Headword (normalized/stripped):
αλιοκαυστος
IDX:
3502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3503
Key:
ᾱ̔λιόκαυστος

Data

{'headword_display': '<b>ᾱ̔λιό-καυστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ᾱ̔λιό-καυστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>ἥλιος</Ref><Ref>καυτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a girl</Indic><Tr>sunburnt<Expl>i.e. dark-skinned</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ᾱ̔λιόκαυστος'}