Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσποιητικός
προσποίητος
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπορπᾱτός
προσπρᾱ́ττομαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσομαι
προσπτῡ́ω
προσπυνθάνομαι
προσραίνω
προσράπτω
προσρέω
προσρήγνῡμι
View word page
πρόσπταισις
πρόσπταισιςεωςfπροσπταίω fig.stumbleby a listener, when a speaker pauses too soonArist.

ShortDef

striking, stumbling against

Debugging

Headword:
πρόσπταισις
Headword (normalized):
πρόσπταισις
Headword (normalized/stripped):
προσπταισις
IDX:
35020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35021
Key:
πρόσπταισις

Data

{'headword_display': '<b>πρόσπταισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόσπταισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προσπταίω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>fig.</Indic><Tr>stumble<Expl>by a listener, when a speaker pauses too soon</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόσπταισις'}