Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσποίησις
προσποιητικός
προσποίητος
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπορπᾱτός
προσπρᾱ́ττομαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσομαι
προσπτῡ́ω
προσπυνθάνομαι
προσραίνω
προσράπτω
προσρέω
View word page
προσ-πρᾱ́ττομαι
προσ-πρᾱ́ττομαιAtt.mid.vb exact in additiona sum of moneyAnd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσπρᾱ́ττομαι
Headword (normalized):
προσπρᾱ́ττομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπραττομαι
IDX:
35019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35020
Key:
προσπρᾱ́ττομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-πρᾱ́ττομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-πρᾱ́ττομαι</HL><PS>Att.mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>exact in addition</Tr><Obj>a sum of money<Au>And.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπρᾱ́ττομαι'}