Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποίητος
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπορπᾱτός
προσπρᾱ́ττομαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσομαι
προσπτῡ́ω
προσπυνθάνομαι
προσραίνω
View word page
προσ-πορίζω
προσ-πορίζωvb supply in additionsources of revenueX. D. other sufferingsfor oneselfMen.

ShortDef

to procure

Debugging

Headword:
προσπορίζω
Headword (normalized):
προσπορίζω
Headword (normalized/stripped):
προσποριζω
IDX:
35017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35018
Key:
προσπορίζω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-πορίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-πορίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>supply in addition</Tr><Obj>sources of revenue<Au>X. D.</Au> </Obj><Obj>other sufferings<Expl>for oneself</Expl><Au>Men.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπορίζω'}