Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπνέω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποίητος
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπορπᾱτός
προσπρᾱ́ττομαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσομαι
προσπτῡ́ω
View word page
πρόσ-πολος
πρόσ-πολοςουm.fπέλωπολέω attendant, servantS. E. Men.ministerof a deity, assoc.w. a shrineB. Trag. fig., ref. to a warriorservant, ministerw.gen.of slaughterA.

ShortDef

a servant

Debugging

Headword:
πρόσπολος
Headword (normalized):
πρόσπολος
Headword (normalized/stripped):
προσπολος
IDX:
35015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35016
Key:
πρόσπολος

Data

{'headword_display': '<b>πρόσ-πολος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρόσ-πολος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m.f</PS><Ety><Ref>πέλω</Ref><Ref>πολέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>attendant, servant</Tr><Au>S. E. Men.</Au><nS2><Tr>minister<Expl>of a deity, assoc.w. a shrine</Expl></Tr><Au>B. Trag.</Au></nS2></nS1> <nS1><Indic>fig., ref. to a warrior</Indic><Tr>servant, minister<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of slaughter</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρόσπολος'}