Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσπλωτος
προσπνέω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποίητος
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπορπᾱτός
προσπρᾱ́ττομαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
πρόσπτυγμα
προσπτύσσομαι
View word page
προσπολέω
προσπολέωcontr.vbπρόσπολος be an attendant at, servew.dat.a house, a tombE.pass.be escorted by attendantsS.

ShortDef

to attend, serve

Debugging

Headword:
προσπολέω
Headword (normalized):
προσπολέω
Headword (normalized/stripped):
προσπολεω
IDX:
35014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35015
Key:
προσπολέω

Data

{'headword_display': '<b>προσπολέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσπολέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πρόσπολος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be an attendant at, serve</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a house, a tomb<Au>E.</Au></Cmpl><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be escorted by attendants</Def><Au>S.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπολέω'}