Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπληρόω
πρόσπλωτος
προσπνέω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποίητος
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπορπᾱτός
προσπρᾱ́ττομαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
προσπταίω
πρόσπτυγμα
View word page
προσ-πολεμόομαι
προσ-πολεμόομαιmid.contr.vb go to war withw.acc.a peoplein additionto one's other opponentsTh.

ShortDef

to make one's enemy

Debugging

Headword:
προσπολεμόομαι
Headword (normalized):
προσπολεμόομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπολεμοομαι
IDX:
35013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35014
Key:
προσπολεμόομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-πολεμόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-πολεμόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>go to war with<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a people</Prnth>in addition<Expl>to one's other opponents</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'προσπολεμόομαι'}