Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπλέκομαι
προσπλέω
προσπληρόω
πρόσπλωτος
προσπνέω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποίητος
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπορπᾱτός
προσπρᾱ́ττομαι
πρόσπταισις
πρόσπταισμα
View word page
προσποίητος
προσποίητοςονadjof a loverpretendedopp. genuinePl.of enmity, honestyaffectedD. Din. προσποιήτωςadvpretendedly, supposedlyopp. reallyPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσποίητος
Headword (normalized):
προσποίητος
Headword (normalized/stripped):
προσποιητος
IDX:
35011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35012
Key:
προσποίητος

Data

{'headword_display': '<b>προσποίητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσποίητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a lover</Indic><Tr>pretended<Expl>opp. genuine</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><aS2><Indic>of enmity, honesty</Indic><Tr>affected</Tr><Au>D. Din.</Au></aS2></aS1> <Adv><vHG><HL>προσποιήτως</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Tr>pretendedly, supposedly<Expl>opp. really</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'προσποίητος'}