Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόσπλᾱτος
προσπλέκομαι
προσπλέω
προσπληρόω
πρόσπλωτος
προσπνέω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποίητος
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορεύομαι
προσπορίζω
προσπορπᾱτός
προσπρᾱ́ττομαι
πρόσπταισις
View word page
προσποιητικός
προσποιητικόςή όνadjof a personof the kind who pretendsw.gen.to courage, good qualitiesArist.

ShortDef

making pretence to

Debugging

Headword:
προσποιητικός
Headword (normalized):
προσποιητικός
Headword (normalized/stripped):
προσποιητικος
IDX:
35010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35011
Key:
προσποιητικός

Data

{'headword_display': '<b>προσποιητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσποιητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>of the kind who pretends<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>to courage, good qualities</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσποιητικός'}