Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̔λικίᾱ
ἁλίκλυστος
ἁλίκτυπος
ἁλιμέδων
ἀλίμενος
ἀλιμενότης
ἁλιμῡρήεις
ἁλιναιέτᾱς
ἀλινδέομαι
ἀλινδήθρᾱ
ἅλινος
ἇλιξ
ᾱ̔λιόκαυστος
ἅλιος
ἅλιος
ᾱ̔́λιος
ἁλιοτρεφής
ἁλιόω
ἀλιπαρής
ἁλίπλαγκτος
ἁλίπληκτος
View word page
ἅλινος
ἅλινοςη ονadjἅλςof blocksof saltHdt.of wallsmade of saltHdt.

ShortDef

of salt

Debugging

Headword:
ἅλινος
Headword (normalized):
ἅλινος
Headword (normalized/stripped):
αλινος
IDX:
3500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3501
Key:
ἅλινος

Data

{'headword_display': '<b>ἅλινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἅλινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἅλς</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of blocks</Indic><Tr>of salt</Tr><Au>Hdt.</Au><aS2><Indic>of walls</Indic><Tr>made of salt</Tr><Au>Hdt.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἅλινος'}