Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπεύθομαι
προσπήγνῡμι
προσπηδάω
προσπηχῡ́νομαι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσομαι
πρόσπλᾱτος
προσπλέκομαι
προσπλέω
προσπληρόω
πρόσπλωτος
προσπνέω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποίητος
View word page
προσ-πλέκομαι
προσ-πλέκομαιpass.vb of soldiers scaling a wallcling onPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσπλέκομαι
Headword (normalized):
προσπλέκομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπλεκομαι
IDX:
35001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35002
Key:
προσπλέκομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-πλέκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-πλέκομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of soldiers scaling a wall</Indic><Tr>cling on</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπλέκομαι'}