Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνῡμι
προσπηδάω
προσπηχῡ́νομαι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσομαι
πρόσπλᾱτος
προσπλέκομαι
προσπλέω
προσπληρόω
πρόσπλωτος
προσπνέω
προσποθέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
View word page
πρόσ-πλᾱτος
πρόσπλᾱτοςονadjπλᾱτός of a people, in neg.phr.approachablew.dat.by strangersA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόσπλᾱτος
Headword (normalized):
πρόσπλᾱτος
Headword (normalized/stripped):
προσπλατος
IDX:
35000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35001
Key:
πρόσπλᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>πρόσ-πλᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρόσ<hyph/>πλᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλᾱτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people, in neg.phr.</Indic><Tr>approachable<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by strangers</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρόσπλᾱτος'}