Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποστέλλω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζομαι
ἀποστολεῖς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράπτω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀπόστροφος
View word page
ἀπο-στλεγγίζομαι
ἀποστλεγγίζομαιmid.vbστλεγγίς clean oneself with a strigilX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποστλεγγίζομαι
Headword (normalized):
ἀποστλεγγίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστλεγγιζομαι
IDX:
349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-350
Key:
ἀποστλεγγίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-στλεγγίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>στλεγγίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>στλεγγίς</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>clean oneself with a strigil</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποστλεγγίζομαι'}