Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπεριγίγνομαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνῡμι
προσπηδάω
προσπηχῡ́νομαι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσομαι
πρόσπλᾱτος
προσπλέκομαι
προσπλέω
προσπληρόω
πρόσπλωτος
προσπνέω
View word page
προσ-πίλναμαι
προσ-πίλναμαιathem.pass.vbπιλνάω of a ship be brought nearreachw.dat.an islandOd.

ShortDef

to approach quickly

Debugging

Headword:
προσπίλναμαι
Headword (normalized):
προσπίλναμαι
Headword (normalized/stripped):
προσπιλναμαι
IDX:
34995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34996
Key:
προσπίλναμαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-πίλναμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-πίλναμαι</HL><PS>athem.pass.vb</PS><Ety><Ref>πιλνάω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a ship</Indic> <Def>be brought near</Def><Tr>reach</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>an island<Au>Od.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπίλναμαι'}