Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνῡμι
προσπηδάω
προσπηχῡ́νομαι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσομαι
πρόσπλᾱτος
προσπλέκομαι
προσπλέω
προσπληρόω
πρόσπλωτος
View word page
προσ-πηχῡ́νομαι
προσ-πηχῡ́νομαιmid.vb takew.acc.a babyin one's arms Call.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσπηχῡ́νομαι
Headword (normalized):
προσπηχῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπηχυνομαι
IDX:
34994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34995
Key:
προσπηχῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-πηχῡ́νομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-πηχῡ́νομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>take<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a baby</Prnth>in one's arms</Tr> <Au>Call.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'προσπηχῡ́νομαι'}