Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπέμπω
προσπέρδομαι
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνῡμι
προσπηδάω
προσπηχῡ́νομαι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσομαι
πρόσπλᾱτος
προσπλέκομαι
προσπλέω
View word page
προσ-πήγνῡμι
προσ-πήγνῡμιvb fasten toa cross crucifysomeoneNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσπήγνῡμι
Headword (normalized):
προσπήγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
προσπηγνυμι
IDX:
34992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34993
Key:
προσπήγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-πήγνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-πήγνῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>fasten to<Expl>a cross</Expl></Def> <Tr>crucify</Tr><Obj>someone<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσπήγνῡμι'}