Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσπελάζω
προσπέμπω
προσπέρδομαι
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπερικόπτω
προσπεριλαμβάνω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνῡμι
προσπηδάω
προσπηχῡ́νομαι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσομαι
πρόσπλᾱτος
προσπλέκομαι
View word page
προσ-πεύθομαι
προσ-πεύθομαιmid.vbπυνθάνομαι press on with one's inquiries S.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσπεύθομαι
Headword (normalized):
προσπεύθομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπευθομαι
IDX:
34991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34992
Key:
προσπεύθομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-πεύθομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-πεύθομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>πυνθάνομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>press on with one's inquiries</Tr> <Au>S.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'προσπεύθομαι'}